- πολαρογράφημα
- το, Ν(στην αναλυτική χημ.) διάγραμμα που λαμβάνεται κατά τη διάρκεια μιας πολαρογραφικής ανάλυσης και το οποίο παρέχει τη μεταβολή τής έντασης τού ηλεκτρονικού ρεύματος συναρτήσει τής τάσης πόλωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polarοgramme < ρ. polariser (< νεολατ. polaris «πολικός» < πολῶ < πόλος) + -γράφημα (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.